Καισάρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καισάρεια οι Καισάρειες
      γενική της Καισάρειας των Καισαρειών
    αιτιατική την Καισάρεια τις Καισάρειες
     κλητική Καισάρεια Καισάρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καισάρεια < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Καισάρεια < λατινική Caesarea < Caesar

Κύριο όνομα

Καισάρεια θηλυκό

  • (πόλη) όνομα διαφόρων πόλεων
    1. Καισάρεια η παράλιος (Caesarea Maritima), η σημερινή Κεσαρίγια στο Ισραήλ
    2. Καισάρεια της Καππαδοκίας, το σημερινό Καϊσερί στην Τουρκία
    3. Καισάρεια του Φιλίππου (η αρχαία Πανειάς, το σημερινό Μπανιάς)
    4. Αντιόχεια (της Πισιδίας), η οποία ονομαζόταν και Καισάρεια Αντιόχεια (Caesaria Antiochia)

Κύριο όνομα

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Καισάρεια
      γενική των Καισάρειων
    αιτιατική τα Καισάρεια
     κλητική Καισάρεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Καισάρεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (αθλητισμός) αθλητικοί αγώνες που γίνονταν κατά την ρωμαϊκή περίοδο στην Πάτρα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καισάρει αἱ Καισάρειαι
      γενική τῆς Καισαρείᾱς τῶν Καισαρειῶν
      δοτική τῇ Καισαρεί ταῖς Καισαρείαις
    αιτιατική τὴν Καισάρειᾰν τὰς Καισαρείᾱς
     κλητική ! Καισάρει Καισάρειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καισαρεί
γεν-δοτ τοῖν  Καισαρείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καισάρεια < Καῖσαρ + -εια, ως μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική Caesarea < Caesar

Κύριο όνομα

Καισάρεια θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.