Καισάρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καισάρεια | οι | Καισάρειες |
| γενική | της | Καισάρειας | των | Καισαρειών |
| αιτιατική | την | Καισάρεια | τις | Καισάρειες |
| κλητική | Καισάρεια | Καισάρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καισάρεια < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Καισάρεια < λατινική Caesarea < Caesar
Κύριο όνομα
Καισάρεια θηλυκό
- (πόλη) όνομα διαφόρων πόλεων
- Καισάρεια η παράλιος (Caesarea Maritima), η σημερινή Κεσαρίγια στο Ισραήλ
- Καισάρεια της Καππαδοκίας, το σημερινό Καϊσερί στην Τουρκία
- Καισάρεια του Φιλίππου (η αρχαία Πανειάς, το σημερινό Μπανιάς)
- Αντιόχεια (της Πισιδίας), η οποία ονομαζόταν και Καισάρεια Αντιόχεια (Caesaria Antiochia)
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Καισάρεια | ||
| γενική | των | Καισάρειων | ||
| αιτιατική | τα | Καισάρεια | ||
| κλητική | Καισάρεια | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Καισάρεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αθλητισμός) αθλητικοί αγώνες που γίνονταν κατά την ρωμαϊκή περίοδο στην Πάτρα
-
Καισάρεια στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Καισάρειᾰ | αἱ | Καισάρειαι | ||||
| γενική | τῆς | Καισαρείᾱς | τῶν | Καισαρειῶν | ||||
| δοτική | τῇ | Καισαρείᾳ | ταῖς | Καισαρείαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | Καισάρειᾰν | τὰς | Καισαρείᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | Καισάρειᾰ | Καισάρειαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καισαρείᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Καισαρείαιν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Καισάρεια < Καῖσαρ + -εια, ως μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική Caesarea < Caesar
Κύριο όνομα
Καισάρεια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , πόλη) όνομα ρωμαϊκών πόλεων όπως της Καππαδοκίας ή της Μαυριτανίας
Πηγές
- Καισάρεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.