λαγάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαγάνα | οι | λαγάνες |
| γενική | της | λαγάνας | των | λαγανών |
| αιτιατική | τη | λαγάνα | τις | λαγάνες |
| κλητική | λαγάνα | λαγάνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
λαγάνα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος άζυμου άρτου, με πεπλατυσμένη μακρόσυρτη φόρμα, που παρασκευάζεται κυρίως την Καθαρά Δευτέρα
- Η λαγάνα είναι ίσως το σήμα κατατεθέν της Καθαράς Δευτέρας. Υπάρχουν πολλές συνταγές για να φτιάξει κανείς λαγάνα με ποικίλες πρώτες ύλες. Τα βασικά ωστόσο υλικά μιας λαγάνας είναι το αλεύρι, η μαγιά και το σουσάμι. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.