λαγάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγάνα οι λαγάνες
      γενική της λαγάνας των λαγανών
    αιτιατική τη λαγάνα τις λαγάνες
     κλητική λαγάνα λαγάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαγάνα < αρχαία ελληνική λάγανον < λαγαίω (αφήνω, χαλαρώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leg- (μαλακός, χαλαρός)

Ουσιαστικό

λαγάνα θηλυκό

  • (γαστρονομία) είδος άζυμου άρτου, με πεπλατυσμένη μακρόσυρτη φόρμα, που παρασκευάζεται κυρίως την Καθαρά Δευτέρα
    Η λαγάνα είναι ίσως το σήμα κατατεθέν της Καθαράς Δευτέρας. Υπάρχουν πολλές συνταγές για να φτιάξει κανείς λαγάνα με ποικίλες πρώτες ύλες. Τα βασικά ωστόσο υλικά μιας λαγάνας είναι το αλεύρι, η μαγιά και το σουσάμι. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.