χάσκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χάσκα
      γενική της χάσκας
    αιτιατική τη χάσκα
     κλητική χάσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάσκα < χάσκω

Επίρρημα

χάσκα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.