Ιορδανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ιορδανία | οι | Ιορδανίες |
| γενική | της | Ιορδανίας | των | Ιορδανιών |
| αιτιατική | την | Ιορδανία | τις | Ιορδανίες |
| κλητική | Ιορδανία | Ιορδανίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Ιορδανίας στην Μέση Ανατολή.
Ετυμολογία
-
Ιορδανία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.