Ἰορδάνης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἰορδάνης
      γενική τοῦ Ἰορδάνου
      δοτική τῷ Ἰορδάν
    αιτιατική τὸν Ἰορδάνην
     κλητική ! Ἰορδάνη
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἰορδάνης < αρχαία εβραϊκή יַרְדֵּן (yardēn)

Κύριο όνομα

Ἰορδάνης αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) όνομα ποταμού της Παλαιστίνης, Ιορδάνης
  2. (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.