Ἰορδάνης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἰορδάνης | ||
| γενική | τοῦ | Ἰορδάνου | ||
| δοτική | τῷ | Ἰορδάνῃ | ||
| αιτιατική | τὸν | Ἰορδάνην | ||
| κλητική ὦ! | Ἰορδάνη | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἰορδάνης < αρχαία εβραϊκή יַרְדֵּן (yardēn)
Κύριο όνομα
Ἰορδάνης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.