Θωμάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Θωμάκος | οι | Θωμάκοι |
| γενική | του | Θωμάκου | των | Θωμάκων |
| αιτιατική | τον | Θωμάκο | τους | Θωμάκους |
| κλητική | Θωμάκο | Θωμάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θωμάκος < Θωμ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /θoˈma.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θω‐μά‐κος
Κύριο όνομα
Θωμάκος αρσενικό
- Θωμάκης (σπανιότερο)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Thomakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.