Θωμάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θωμάκης οι Θωμάκηδες
      γενική του Θωμάκη των Θωμάκηδων
    αιτιατική τον Θωμάκη τους Θωμάκηδες
     κλητική Θωμάκη Θωμάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θωμάκης < Θωμ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκης

Κύριο όνομα

Θωμάκης αρσενικό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Θωμάκη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.