Εὔα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Εὔ
      γενική τῆς Εὔᾱς
      δοτική τῇ Εὔ
    αιτιατική τὴν Εὔᾰν
     κλητική ! Εὔ
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εὔα (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή חוה (khavá)

Κύριο όνομα

Εὔα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.