Ερμές

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /erˈmes/

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ερμές
      γενική των Ερμών
    αιτιατική τις Ερμές
     κλητική Ερμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ερμές < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἑρμαῖ (αρσενικό, πληθυντικός του Ἑρμῆς). Η τροπή σε θηλυκό, όπως αν εννοείται θηλυκό ουσιαστικό (στήλη, ερμαϊκές στήλες) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

Ερμές θηλυκό στον πληθυντικό

  • μικρές στήλες που είχαν την κορυφή τους προτομή του Ερμή (αργότερα και άλλων θεοτήτων) και που τις τοποθετούσαν στην αρχαιότητα σαν οδοδείκτες ή για γούρι στα εμπορικά καταστήματα ή σαν τάματα στους ναούς και μπροστά σε σπίτια και όπου συχνά αναγράφονταν διάφορες παροιμίες ή άλλες φράσεις

  • ερμές

Ετυμολογία 2

Ερμές < (φωνητική απόδοση) γαλλική Hermès< από το επίθετο του ιδρυτή της, Thierry Hermès (1801-1878)

Κύριο όνομα

Ερμές άκλιτο (θηλυκό: εννοείται η λέξη εταιρεία, μάρκα)

  • επωνυμία εταιρείας ειδών πολυτελείας από δέρμα, μετάξι, κασμίρι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.