Hermès

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Hermès < λατινική Hermes < αρχαία ελληνική Ἑρμῆς
  • για την επωνυμία εταιρείας < από το επίθετο του ιδρυτή της, Thierry Hermès (1801-1878)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛʁ.mɛs/

Κύριο όνομα

Hermès (fr)

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο Ερμής
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  3. (επωνυμία) εταιρεία Ερμές, ειδών πολυτελείας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.