Γλυφάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γλυφάδα οι Γλυφάδες
      γενική της Γλυφάδας
    αιτιατική τη Γλυφάδα τις Γλυφάδες
     κλητική Γλυφάδα Γλυφάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γλυφάδα < γλυφάδα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣliˈfa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γλυφάδα

Κύριο όνομα

Γλυφάδα θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. έδρα του ομώνυμου δήμου, παραλιακό προάστιο, στα νότια του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας
     συνώνυμα: Ευρυάλη (πρώην ονομασία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.