Γαλάτσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Γαλάτσι τα Γαλάτσια
      γενική του Γαλατσίου των Γαλατσίων
    αιτιατική το Γαλάτσι τα Γαλάτσια
     κλητική Γαλάτσι Γαλάτσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γαλάτσι < για την πόλη της Ρουμανίας: (άμεσο δάνειο) ρουμανική Galați < σλαβικής προέλευσης Galațisĉela (τόπος φορτοεκφόρτωσης πλοίων) ή λατινική Galatia. Το προάστιο της Αθήνας κατά μία εκδοχή πήρε το όνομά του από τη ρουμανική πόλη ή λόγω παραφοράς του επωνύμου Γαλάκης (τσιτακισμός της αθηναϊκής διαλέκτου του 18ου αιώνα)[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈla.t͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γαλάτσι

Κύριο όνομα

Γαλάτσι ουδέτερο

  1. πόλη της Ρουμανίας, εξελληνισμένη μορφή του Γκαλάτσι
  2. προάστιο της Αθήνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.