Γιαννούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γιαννούλα | οι | Γιαννούλες |
| γενική | της | Γιαννούλας | των | Γιαννούλων |
| αιτιατική | τη | Γιαννούλα | τις | Γιαννούλες |
| κλητική | Γιαννούλα | Γιαννούλες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γιαννούλα < Γιάνν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τη λέξη Ιωάννα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈnu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γιαν‐νού‐λα
Κύριο όνομα
Γιαννούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιωάννα
Γιαννούλα
|
|
Αναφορές
- Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.