Γεωργαντζόγλου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
| ονομαστική | ο/η | Γεωργαντζόγλου | οι | Γεωργαντζόγλοι & Γεωργαντζογλαίοι |
οι | Γεωργαντζόγλου |
| γενική | του/της | Γεωργαντζόγλου | των | Γεωργαντζόγλων & Γεωργαντζογλαίων |
των | Γεωργαντζόγλου |
| αιτιατική | τον/τη | Γεωργαντζόγλου | τους | Γεωργαντζόγλους & Γεωργαντζογλαίους |
τους/τις | Γεωργαντζόγλου |
| κλητική | Γεωργαντζόγλου | Γεωργαντζόγλοι & Γεωργαντζογλαίοι |
Γεωργαντζόγλου | |||
| Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
| Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- Γεωργαντζόγλου < από επάγγελμα, άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική یورغانجی (yorğancı) [στα τουρκικά yorgançı (παπλωματάς)] + κατάληξη -όγλου, ή επώνυμο Yorgancioglu, με γραφή που παραπέμπει σε παρετυμολόγηση από το Γεώργιος, σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη.[1] Mορφολογικά αναλύεται σε Γεωργαντζ(ής) + -όγλου.
Συγγενικά
- → δείτε Γεωργαντζής
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Georgantzoglou
Αναφορές
- Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης (Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 1982), σ. 41.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.