Παπλωματόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παπλωματόπουλος | οι | Παπλωματόπουλοι & Παπλωματοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Παπλωματόπουλου & Παπλωματοπούλου |
των | Παπλωματόπουλων2 & Παπλωματοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Παπλωματόπουλο | τους | Παπλωματόπουλους3 & Παπλωματοπουλαίους |
| κλητική | Παπλωματόπουλε | Παπλωματόπουλοι & Παπλωματοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παπλωματοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παπλωματοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παπλωματόπουλος < Παπλωματ(άς) + -όπουλος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Paplomatopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.