Γεωργατζόγλου

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Γεωργατζόγλου οι Γεωργατζόγλοι
& Γεωργατζογλαίοι
οι Γεωργατζόγλου
      γενική του/της Γεωργατζόγλου των Γεωργατζόγλων
& Γεωργατζογλαίων
των Γεωργατζόγλου
    αιτιατική τον/τη Γεωργατζόγλου τους Γεωργατζόγλους
& Γεωργατζογλαίους
τους/τις Γεωργατζόγλου
     κλητική Γεωργατζόγλου Γεωργατζόγλοι
& Γεωργατζογλαίοι
Γεωργατζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γεωργατζόγλου < από επάγγελμα, άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική , άλλη μορφή του Γεωργαντζόγλου. Mορφολογικά αναλύεται σε Γεωργατζ(ής) + -όγλου.

Κύριο όνομα

Γεωργατζόγλου αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.