Βρετανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βρετανός | οι | Βρετανοί |
| γενική | του | Βρετανού | των | Βρετανών |
| αιτιατική | τον | Βρετανό | τους | Βρετανούς |
| κλητική | Βρετανέ | Βρετανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βρετανός < αρχαία ελληνική Βρεττανός (παρωχημένη γραφή με ‑ττ-)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾe.taˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρε‐τα‐νός
Κύριο όνομα
Βρετανός αρσενικό (θηλυκό: Βρετανή ή Βρετανίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Μεγάλη Βρετανία ή έχει βρετανική υπηκοότητα
Σημειώσεις
παρωχημένες γραφές:
Συγγενικά
- Βρετανή
- Βρετανίδα
- βρετανικός
- → και δείτε τη λέξη Βρετανία
Αναφορές
- με -ττ-, όπως στο λεξικό: ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.