Βρετανίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βρετανίδα | οι | Βρετανίδες |
| γενική | της | Βρετανίδας | των | Βρετανίδων |
| αιτιατική | τη | Βρετανίδα | τις | Βρετανίδες |
| κλητική | Βρετανίδα | Βρετανίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βρετανίδα < αρχαία ελληνική Βρεττανίς, γενική: τῆς Βρεττανίδος (βλέπε Βρεττανός). Μορφολογικά: Βρεταν(ός) + -ίδα
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾe.taˈni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρε‐τα‐νί‐δα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βρετανός
Βρετανίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.