Βρετόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βρετόνος οι Βρετόνοι
      γενική του Βρετόνου των Βρετόνων
    αιτιατική τον Βρετόνο τους Βρετόνους
     κλητική Βρετόνε Βρετόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βρετόνος < (άμεσο δάνειο) γαλλική Breton + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾeˈto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βρετόνος

Κύριο όνομα

Βρετόνος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.