Βεστφαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βεστφαλία οι Βεστφαλίες
      γενική της Βεστφαλίας των Βεστφαλιών
    αιτιατική τη Βεστφαλία τις Βεστφαλίες
     κλητική Βεστφαλία Βεστφαλίες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βεστφαλία < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Vestphalia[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vest.faˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βεστφαλία

Κύριο όνομα

Βεστφαλία θηλυκό

  • περιοχή της Γερμανίας
      Με τον στόχο αυτό, η Γαλλία χρηματοδότησε τη μεγάλη συμμαχία προτεσταντικών κρατών κατά των Αψβούργων στην οποία πρωτοστατούσε ο Σουηδός βασιλιάς-πολεμιστής Γουσταύος Αδόλφος και εντέλει πήρε και η ίδια τα όπλα πριν εξαντληθούν όλες οι πλευρές και καταλήξουν το 1648 στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Βεστφαλία. (Τζόναθαν Χόλσλαγκ, Παγκόσμια πολιτική ιστορία, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2019), σελ. 441)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.