βεστφαλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεστφαλικός η βεστφαλική το βεστφαλικό
      γενική του βεστφαλικού της βεστφαλικής του βεστφαλικού
    αιτιατική τον βεστφαλικό τη βεστφαλική το βεστφαλικό
     κλητική βεστφαλικέ βεστφαλική βεστφαλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεστφαλικοί οι βεστφαλικές τα βεστφαλικά
      γενική των βεστφαλικών των βεστφαλικών των βεστφαλικών
    αιτιατική τους βεστφαλικούς τις βεστφαλικές τα βεστφαλικά
     κλητική βεστφαλικοί βεστφαλικές βεστφαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βεστφαλικός < Βεστφαλ(ός) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /vest.fa.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεστφαλικός

Επίθετο

βεστφαλικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.