Βεστφαλλία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Βεστφαλλία < παρωχημένη γραφή με δύο λάμδα, διότι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /vest.faˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βεστ‐φαλ‐λί‐α
Κύριο όνομα
Βεστφαλλία θηλυκό
- (περιοχή) παρωχημένη γραφή του Βεστφαλία
- ※ ΑΑΛΕΝ, πολίχνη Βεστφαλλίας (Πρωσσίας) καὶ ἡγεμον. τοῦ Μῦνστερ [...] (Σταύρος Βουτυράς, Ιωάννης Βρετός, Γιώργος Βαφειάδης, Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας, τ. 1, (Εν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Ι. Α. Βρετού, 1869), σελ. 2)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.