Βαριμπόμπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βαριμπόμπη | οι | Βαριμπόμπες |
| γενική | της | Βαριμπόμπης | των | Βαριμπομπών |
| αιτιατική | τη | Βαριμπόμπη | τις | Βαριμπόμπες |
| κλητική | Βαριμπόμπη | Βαριμπόμπες | ||
| συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.ɾiˈbo.bi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐ρι‐μπό‐μπη
Κύριο όνομα
Βαριμπόμπη θηλυκό
- οικισμός της Ελλάδας στην Αττική
- ※ «Ανάβουν τα αίματα» και πάλι στη βόρεια Αττική, με αφορμή τα πλευρικά διόδια στη Βαρυμπόμπη. (Γιώργος Λάλιος, Αντιδράσεις με φόντο τα διόδια στη Βαρυμπόμπη, εφημερίδα Καθημερινή, 3 Ιουνίου 2020)
- (παρωχημένο) οικισμός της Ελλάδας στον Νομό Τρικάλων (η σημερινή Φήκη Τρικάλων)
Μεταφράσεις
Βαριμπόμπη
|
Αναφορές
- Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)
- Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland (Berlin: Verlag der Akademie der Wissenschaften in Kommission bei Walter de Gruyter u. Co., 1941)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.