Βίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βίας | οι | Βίαντες |
| γενική | του | Βίαντος | των | Βιάντων |
| αιτιατική | τον | Βίαντα | τους | Βίαντες |
| κλητική | Βίας | Βίαντες | ||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βίας | οι | Βίες |
| γενική | του | Βία | των | (Βιών) |
| αιτιατική | τον | Βία | τους | Βίες |
| κλητική | Βία | Βίες | ||
| Μη λόγια κλίση. | ||||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βίας < αρχαία ελληνική Βίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βί‐ας
Κύριο όνομα
Βίας αρσενικό
- ανδρικό όνομα, ιδίως προσώπων της ελληνικής μυθολογίας
- (ιστορία, φιλοσοφία) αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας
-
Βίας ο Πριηνεύς στη Βικιπαίδεια
(6ος αι. π.Χ.), αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος -
Βίας (μυθολογία) στη Βικιπαίδεια
(σελίδα αποσαφήνισης)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Βίας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /bí.aːs/ προφορά κλασικού 5ου αιώνα
Πηγές
- Βίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.