Dedeağaç

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

Dedeağaç < dede (παππούς) + ağaç (δέντρο). Κυριολεκτικά «δέντρο του παππού».[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /dɛdɛɑːˈɑt͡ʃ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Dedeağaç

Κύριο όνομα

Dedeağaç (tr)

Συγγενικά

  • Dedeağaçlı

  • Dedeağaç στην τουρκική Βικιπαίδεια Λήμμα στην τουρκική Βικιπαίδεια
  • Δεδέαγατς (παρωχημένο· ιστορική ονομασία)

Αναφορές

  1. "Alexandroúpoli" - Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.