Αλβιώνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλβιώνα οι Αλβιώνες
      γενική της Αλβιώνας
    αιτιατική την Αλβιώνα τις Αλβιώνες
     κλητική Αλβιώνα Αλβιώνες
Συνήθως στον ενικό. Χωρίς γενική πληθυντικού σε -ών.
Δείτε και Αλβιών με γενική ενικού «Αλβιώνος».
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλβιώνα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Ἀλβιών, από την αιτιατική ενικού «τὴν Ἀλβιῶνα» αγγλική Albion < πρωτοκελτική *Albiū < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *albʰós (λευκός)

Προφορά

ΔΦΑ : /al.viˈo.nα/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλβιώνα

Κύριο όνομα

Αλβιώνα θηλυκό

Εκφράσεις

  • Γηραιά Αλβιώνα / Γηραιά Αλβιών: η Βρετανική Αυτοκρατορία ή το σύγχρονο Ηνωμένο Βασίλειο

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.