Ἀλβιών

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀλβιών αἱ Ἀλβιῶνες
      γενική τῆς Ἀλβιῶνος τῶν Ἀλβιώνων
      δοτική τῇ Ἀλβιῶνι ταῖς Ἀλβιῶσι(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀλβιῶνα τὰς Ἀλβιῶνας
     κλητική ! Ἀλβιών Ἀλβιῶνες
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Ἀλβιών, -ῶνος θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.