Ὄλυμπος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὄλυμπος οἱ Ὄλυμποι
      γενική τοῦ Ὀλύμπου τῶν Ὀλύμπων
      δοτική τῷ Ὀλύμπ τοῖς Ὀλύμποις
    αιτιατική τὸν Ὄλυμπον τοὺς Ὀλύμπους
     κλητική ! Ὄλυμπε Ὄλυμποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὀλύμπω
γεν-δοτ τοῖν  Ὀλύμποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ὄλυμπος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ὄλυμπος αρσενικό

  1. βουνό της Ελλάδας, ο Όλυμπος
    άλλες μορφές: επικός τύπος: Οὔλυμπος
  2. ανδρικό όνομα

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.