Ὄλυμπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ὄλυμπος | οἱ | Ὄλυμποι |
| γενική | τοῦ | Ὀλύμπου | τῶν | Ὀλύμπων |
| δοτική | τῷ | Ὀλύμπῳ | τοῖς | Ὀλύμποις |
| αιτιατική | τὸν | Ὄλυμπον | τοὺς | Ὀλύμπους |
| κλητική ὦ! | Ὄλυμπε | Ὄλυμποι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὀλύμπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ὀλύμποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ὄλυμπος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ὄλυμπος αρσενικό
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- Ὄλυμπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ὄλυμπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.