ολύμπιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολύμπιος | η | ολύμπια | το | ολύμπιο |
| γενική | του | ολύμπιου | της | ολύμπιας | του | ολύμπιου |
| αιτιατική | τον | ολύμπιο | την | ολύμπια | το | ολύμπιο |
| κλητική | ολύμπιε | ολύμπια | ολύμπιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολύμπιοι | οι | ολύμπιες | τα | ολύμπια |
| γενική | των | ολύμπιων | των | ολύμπιων | των | ολύμπιων |
| αιτιατική | τους | ολύμπιους | τις | ολύμπιες | τα | ολύμπια |
| κλητική | ολύμπιοι | ολύμπιες | ολύμπια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολύμπιος < αρχαία ελληνική Ὀλύμπιος
Επίθετο
ολύμπιος, -α, -ο
- (για τους 12 θεούς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας) που κατοικεί στον Όλυμπο
- που αναφέρεται ή ανήκει ή ταιριάζει στους 12 θεούς του Ολύμπου
- τον κοίταγε με ολύμπια αταραξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.