Ίππαρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ίππαρχος οι Ίππαρχοι
      γενική του Ίππαρχου
& Ιππάρχου
των Ίππαρχων
& Ιππάρχων
    αιτιατική τον Ίππαρχο τους Ίππαρχους
& Ιππάρχους
     κλητική Ίππαρχε Ίππαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ίππαρχος < αρχαία ελληνική Ἵππαρχος < ἵππαρχος < ἵππος + ἄρχω

Κύριο όνομα

Ίππαρχος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) γιος του τύραννου Πεισίστρατου τον οποίο και διαδέχθηκε μαζί με τον αδελφό του Ιππία το 527 π.Χ. Το 514 π.Χ. τον σκότωσαν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας για λόγους κυρίως ερωτικής αντιζηλίας, αλλά πάντως και οι δύο νέοι τιμήθηκαν στη συνέχεια ως τυραννοκτόνοι και ήρωες της δημοκρατίας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.