Πεισίστρατος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πεισίστρατος αρχαία ελληνική Πεισίστρατος

Κύριο όνομα

Πεισίστρατος αρσενικό

  1. αρχαίο ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) ο τύραννος της Αθήνας, Πεισίστρατος



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πεισίστρατος οἱ Πεισίστρατοι
      γενική τοῦ Πεισιστράτου τῶν Πεισιστράτων
      δοτική τῷ Πεισιστράτ τοῖς Πεισιστράτοις
    αιτιατική τὸν Πεισίστρατον τοὺς Πεισιστράτους
     κλητική ! Πεισίστρατε Πεισίστρατοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πεισιστράτω
γεν-δοτ τοῖν  Πεισιστράτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πεισίστρατος < πεῖσι(ς) (< πείθω) + -στρατος < στρατός

Κύριο όνομα

Πεισίστρατος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. τύραννος των Αθηνών τον 5ο αιώνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.