Ιππίας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ιππίας < αρχαία ελληνική Ἱππίας < ἵππος ή ἱππεία (η εμπειρία στις ιπποδρομίες) ή ἱππῆος (τάξη τριακοσιομεδίμνων που μπορούσε να συντηρήσει στρατιωτικό άλογο)
Κύριο όνομα
Ιππίας αρσενικό
-
Ιππίας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.