Άνοιξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Άνοιξη οι Ανοίξεις
      γενική της Άνοιξης* των Ανοίξεων
    αιτιατική την Άνοιξη τις Ανοίξεις
     κλητική Άνοιξη Ανοίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ανοίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άνοιξη < άνοιξη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ni.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άνοιξη

Κύριο όνομα

Άνοιξη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. (ειδικότερα) οικισμός της Αττικής
     συνώνυμα: Μπογιάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.