Μπογιάτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μπογιάτι | τα | Μπογιάτια |
| γενική | του | Μπογιατίου | των | Μπογιατίων |
| αιτιατική | το | Μπογιάτι | τα | Μπογιάτια |
| κλητική | Μπογιάτι | Μπογιάτια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μπογιάτι < Μπουγιάτη < αρβανίτικη Bujati[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /boˈʝa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπο‐γιά‐τι
Κύριο όνομα
Μπογιάτι ουδέτερο
- (οικισμός) η πρώην ονομασία της Άνοιξης Αττικής
- ※ Στο κελί-τάφο στο Μπογιάτι, ο Παναγούλης δημιουργεί μια σπουδαία ποιητική συλλογή την οποία ο θρύλος θέλει να έγραψε με το ίδιο του το αίμα στους τοίχους του κελιού. (Ο άνθρωπος που μισούσε τους τυράννους, εφημερίδα Τα Νέα, 1 Μαΐου 2019)
- (παρωχημένο) οικισμός της Εύβοιας, πρώην ονομασία του Ριζοβουνίου[3]
Αναφορές
- Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικονυμίων, (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)
- Σαράντος Καργάκος, Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Αθήνα: Σιδέρης, 2008)
- ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.