τάρταρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τάρταρος | τα | τάρταρα |
| γενική | του | ταρτάρου * | των | ταρτάρων |
| αιτιατική | τον | τάρταρο | τα | τάρταρα |
| κλητική | τάρταρε | τάρταρα | ||
| Και προφορικό, του τάρταρου. | ||||
| Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάρταρα < αρχαία ελληνική Τάρταρα, πληθυντικός του ετερόκλιτου αρσενικού Τάρταρος
Ουσιαστικό
τάρταρα ουδέτερο πληθυντικός
- πληθυντικός αριθμός του τάρταρος (γένους αρσενικού)
- (ελληνική μυθολογία) ο κάτω κόσμος, ο τόπος του Άδη (κατά την ελληνική μυθολογία)
- (θρησκεία) ο τόπος τιμωρίας των ψυχών στον Κάτω Κόσμο (κατά υιοθεσία του όρου και ερμηνεία από τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες)
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία κάποιος βασανίζεται ψυχικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.