Άγραφα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Άγραφα
      γενική των Αγράφων
    αιτιατική τα Άγραφα
     κλητική Άγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη των Αγράφων

Ετυμολογία

Άγραφα < άγραφα,[1] ουδέτερο του άγραφος < αρχαία ελληνική ἄγραφος < γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɣɾa.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άγραφα

Κύριο όνομα

Άγραφα ουδέτερο πληθυντικός

  1. μεγάλη οροσειρά της Ελλάδας (η νότια απόληξη της Πίνδου)
      Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,/ μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σείεται η στεριά. / Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα, / για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
    Νίκος Καρβούνης, Στ' άρματα
  2. οικισμός της Ευρυτανίας, στην παραπάνω οροσειρά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Εννοείται «άγραφα χωριά»: που δεν περιλαμβάνονται στις λίστες φορολογίας των Οθωμανών («i.e. 'not listed as taxable' during the Turkokratia»: Άγραφα -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας). «Η ονομα­σία οφείλεται πιθανόν στο γεγονός ότι η περιοχή δεν είχε εγγραφεί στους φορολογικούς καταλόγους («κατάστιχα φορολογίας») των Τούρκων είτε επειδή είχε ειδικά προνόμια είτε, μάλλον, διότι η είσπραξη των φόρων από αυτό τον δύσβατο τόπο ήταν πρακτικώς αδύνατη»: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.