Ἀγραία
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀγραία | ||||||
| γενική | τῆς | Ἀγραίας | ||||||
| δοτική | τῇ | Ἀγραίᾳ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | Ἀγραίαν | ||||||
| κλητική ὦ! | Ἀγραία | |||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀγραία < αρχαία ελληνική Ἀγραία
Κύριο όνομα
Ἀγραία θηλυκό
- (καθαρεύουσα) τα Άγραφα
- ※ Διὰ τοσούτων ἀλλεπαλλήλων ἐπιτυχιῶν οἱ Τοῦρκοι ἐνέσπειραν τὴν δειλίαν καὶ τὴν ἀμηχανίαν, ὅτε ὁ Σταμούλης Γάτσος, προλαμβάνων δεινότερα ἐπικείμενα δυστυχήματα, συνεβιβάσθη μετὰ τοῦ Μαχμοὺτ πασᾶ, καὶ ἡ Ἀγραία εἰς τὴν προτέραν ὑποταγὴν ἐπανῆλθε. Ἀπὸ τοῦδε κατεῖχον οἱ Τοῦρκοι τὴν Ῥεντίνην, ὡς θέσιν πολεμικῶς ἀναγκαίαν. Ἡ ἄμεσος δ’ αὕτη ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Ἀγραίας γενήσεται κατὰ μέγα μέρος ἡ αἰτία καὶ ἄλλων. (Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήνα 1861, τ. 4, σελ. 147–148.)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀγραίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Ἀγραίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Ἀγραίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἀγραίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Ἀγραίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.