αγραφιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγραφιώτικος | η | αγραφιώτικη | το | αγραφιώτικο |
| γενική | του | αγραφιώτικου | της | αγραφιώτικης | του | αγραφιώτικου |
| αιτιατική | τον | αγραφιώτικο | την | αγραφιώτικη | το | αγραφιώτικο |
| κλητική | αγραφιώτικε | αγραφιώτικη | αγραφιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγραφιώτικοι | οι | αγραφιώτικες | τα | αγραφιώτικα |
| γενική | των | αγραφιώτικων | των | αγραφιώτικων | των | αγραφιώτικων |
| αιτιατική | τους | αγραφιώτικους | τις | αγραφιώτικες | τα | αγραφιώτικα |
| κλητική | αγραφιώτικοι | αγραφιώτικες | αγραφιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγραφιώτικος < Αγραφιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾaˈfço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρα‐φιώ‐τι‐κος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αγραφιώτικος
|
|
Πηγές
- αγραφιώτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.