Γκιώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γκιώνα | οι | Γκιώνες |
| γενική | της | Γκιώνας | των | (Γκιωνών) |
| αιτιατική | την | Γκιώνα | τις | Γκιώνες |
| κλητική | Γκιώνα | Γκιώνες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɟo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γκιώ‐να
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.