Αγραφιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αγραφιώτισσα οι Αγραφιώτισσες
      γενική της Αγραφιώτισσας των Αγραφιωτισσών
    αιτιατική την Αγραφιώτισσα τις Αγραφιώτισσες
     κλητική Αγραφιώτισσα Αγραφιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αγραφιώτισσα < Αγραφιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾaˈfço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αγραφιώτισσα

Κύριο όνομα

Αγραφιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αγραφιώτης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.