visto

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
visto visti

visto (it)

  1. βίζα
  2. θεώρηση
  3. επικύρωση

Επίρρημα

visto (it)

  1. ιδωμένος
  2. θεωρημένος

Ρήμα

visto (it)

  1. παθητική μετοχή του δείτε




Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
visto vistos

visto (pt) αρσενικό

  1. η βίζα

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό visto vistos
θηλυκό vista vistas

visto (pt)

  1. που τον έχουν δει
  2. βεβαιωμένος

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.