vista

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
vista vistas

Ετυμολογία

vista < (λόγιο δάνειο) ιταλική vista

Ουσιαστικό

vista (en)

  • όψη, θέαμα, πανόραμα, κάτι που βλέπουμε (συνήθως από μακριά) όπως τοπίο
      2022 - Matthew Syed, "As we inwardly curate our cosy truths, there’s a world outside in trouble", article@thetimes, The Times 2022.11.26.
    At one point we took photos to remember events or vistas. Now we take “selfies”: apparently no scene is considered worthy unless we are in it.
    Κάποτε παίρναμε φωτογραφίες για να θυμόμαστε γεγονότα ή σκηνές. Τώρα παίρνουμε σέλφι: Προφανώς δεν θεωρούμε καμία σκηνή [ή τοπίο] άξια λόγου αν δεν είμαστε κι εμείς σ' αυτήν.
    (Μετάφραση:Το Βικιλεξικό / Ελληνική απόδοση @amna.gr)

Πηγές



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

vista (es)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

vista < αμάρτυρος τύπος *visita της δημώδους λατινικής < λατινική visa, θηλυκό της παθητικής μετοχής visus, του ρήματος video (βλέπω)

Προφορά

 

Επίθετο

vista (it)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vista viste

vista (it)

  1. η όραση
  2. η όψη
  3. το πανόραμα
  4. η θέα, το κοίταγμα
  5. η παρουσία, η εμφάνιση

Παράγωγα

  • prima vista

Πηγές



Λετονικά (lv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

vista (lv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.