βίζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίζα οι βίζες
      γενική της βίζας
    αιτιατική τη βίζα τις βίζες
     κλητική βίζα βίζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίζα < γαλλική visa

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.za/

Ουσιαστικό

βίζα θηλυκό

  1. άδεια εισόδου σε μια χώρα που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας αυτής και δίνεται σε ξένους πολίτες με την θεώρηση και την επικύρωση διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων τους
    θα ταξιδέψει στην Αμερική, γι αυτό πήγε στην αμερικάνικη πρεσβεία να βγάλει βίζα
  2. (συνεκδοχικά) το έγγραφο που επιτρέπει την είσοδο και παραμονή ενός αλλοδαπού σε μια ξένη χώρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.