βίζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βίζα | οι | βίζες |
| γενική | της | βίζας | — | |
| αιτιατική | τη | βίζα | τις | βίζες |
| κλητική | βίζα | βίζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.za/
Ουσιαστικό
βίζα θηλυκό
- άδεια εισόδου σε μια χώρα που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας αυτής και δίνεται σε ξένους πολίτες με την θεώρηση και την επικύρωση διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων τους
- θα ταξιδέψει στην Αμερική, γι αυτό πήγε στην αμερικάνικη πρεσβεία να βγάλει βίζα
- (συνεκδοχικά) το έγγραφο που επιτρέπει την είσοδο και παραμονή ενός αλλοδαπού σε μια ξένη χώρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.