δείτε
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
δείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλέπω
- θα δείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλέπω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βλέπω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.