εφόσον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εφόσον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφ΄ ὅσον[1]

Σύνδεσμος

εφόσον

  1. με την προϋπόθεση ότι, επειδή, αφού
    Εφόσον θέλεις να το κάνεις, θα το κάνεις.
  2. όταν
    Εφόσον έχει καλό καιρό, θα πάμε βόλτα.

  • εφ' όσον (λογιώτερο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.