fasten
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- fasten, από τα τέλη 11ου αιώνα < μέση αγγλική fastenen < αγγλοσαξονική fæstnian (στερεώνω, σταθεροποιώ, επικυρώνω, επιβεβαιώνω) < πρωτογερμανική *fastinon (στερεώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *fast (στερεός, σταθερός). Μορφολογικά αναλύεται σε fast + -en.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɑː.sən/ & /ˈfɑːsn̩/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈfæs.ən/ & /ˈfæsn̩/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : fas‐ten
Ρήμα
| ενεστώτας | fasten |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fastens |
| αόριστος | fastened |
| παθητική μετοχή | fastened |
| ενεργητική μετοχή | fastening |
fasten (en)
Συγγενικά
- fasten up
Αναφορές
- fasten - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
- fasten - Cambridge Dictionary online
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- fasten - Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.