swamp
Αγγλικά
(en)
swamp
στο Νιού Τζέρσεϊ το χειμώνα
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
swamp
swamps
swamp
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
ο
βάλτος
, το
έλος
, το
τέλμα
, ειδικά με δέντρα ή θάμνους
↪
Our fields
were turned into a swamp
by the floods.
Βάλτωσαν
τα χωράφια μας από τις πλημμύρες.
Ρήμα
ενεστώτας
swamp
γ΄
ενικό
ενεστώτα
swamps
αόριστος
swamped
παθητική μετοχή
swamped
ενεργητική
μετοχή
swamping
swamp
(en)
(
συνήθως στην παθητική φωνή
)
κατακλύζω
, κάνω κάποιον να έχει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει
↪
We were swamped
with orders.
Κατακλυστήκαμε
από παραγγελίες.
≈
συνώνυμα
:
besiege
,
deluge
,
flood
,
inundate
,
overrun
,
overwhelm
και
swarm with
κατακλύζω
, σκεπάζω ή γεμίζω με πολύ νερό
↪
Thousands of acres
were swamped
by the floods.
Χιλιάδες στρέμματα
κατακλύστηκαν
από τις πλημμύρες.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
flood
Πηγές
swamp (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
swamp (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.