overrun
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | overrun |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | overruns |
| αόριστος | overran |
| παθητική μετοχή | overrun |
| ενεργητική μετοχή | overrunning |
Ρήμα
overrun (en)
- (μεταβατικό, στην παθητική φωνή) κατακλύζω, μαστίζω, συνήθως για κάτι κακό ή μη επιθυμητό που γεμίζει ή απλώνεται γρήγορα σε μια περιοχή, ειδικά σε μεγάλους αριθμούς
- ↪ The village had been overrun by locusts/rats.
- Το χωριό είχε κατακλυστεί από ακρίδες/αρουραίους.
- ↪ The country was overrun by enemy troops.
- Η χώρα κατακλύστηκε από εχθρικά στρατεύματα.
- ↪ Our coasts were overrun by pirates.
- Οι ακτές μας μαστίζονταν από τους πειρατές.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
- ↪ The village had been overrun by locusts/rats.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπερνώ, υπερβαίνω, χρησιμοποιώ περισσότερο χρόνο ή χρήματα από ό,τι είχα σκοπό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.