besiege

Αγγλικά (en)

ενεστώτας besiege
γ΄ ενικό ενεστώτα besieges
αόριστος besieged
παθητική μετοχή besieged
ενεργητική μετοχή besieging

Ετυμολογία

besiege < be- + siege

Ρήμα

besiege (en)

  1. πολιορκώ, περικυκλώνω ένα κτίριο, μια πόλη κτλ. με στρατιώτες μέχρι να αναγκαστούν οι άνθρωποι μέσα να με αφήσουν να μπω
    He besieged the city which ten thousand combatants were defending.
    Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) πολιορκώ, ειδικά για κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό, περιβάλλω κάποιον ή κάτι σε μεγάλους αριθμούς
    The American singer was besieged by young people.
    Ο αμερικανικός τραγουδιστής πολιορκήθηκε από νεαρούς.
     συνώνυμα: mob
  3. κατακλύζω, στέλνω τόσα γράμματα, κάνω τόσες ερωτήσεις κτλ. που είναι δύσκολο για κάποιον να τα αντιμετωπίσει όλα
    We were besieged with calls for help.
    Κατακλυστήκαμε από τηλεφωνήματα για βοήθεια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη swamp

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.