besiege
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | besiege |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | besieges |
| αόριστος | besieged |
| παθητική μετοχή | besieged |
| ενεργητική μετοχή | besieging |
Ετυμολογία
- besiege < be- + siege
Ρήμα
besiege (en)
- πολιορκώ, περικυκλώνω ένα κτίριο, μια πόλη κτλ. με στρατιώτες μέχρι να αναγκαστούν οι άνθρωποι μέσα να με αφήσουν να μπω
- ↪ He besieged the city which ten thousand combatants were defending.
- Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές.
- ↪ He besieged the city which ten thousand combatants were defending.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) πολιορκώ, ειδικά για κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό, περιβάλλω κάποιον ή κάτι σε μεγάλους αριθμούς
- κατακλύζω, στέλνω τόσα γράμματα, κάνω τόσες ερωτήσεις κτλ. που είναι δύσκολο για κάποιον να τα αντιμετωπίσει όλα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.